ΛΕΞΙΚΟ

ΛΕΞΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Ένα ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό μαθηματικών για μαθητές Γυμνασίου και όχι μόνο που έγινε τις ημέρες της καραντίνας με την συνεργασία μαθητών του Β5 του 4ου Γυμνασίου και Β3 του 6ου Γυμνασίου Καλαμάτας.

 

Αδύνατη: Από το στερητικό α– και το επίθετο "δυνατός" (πιθανός, εφικτός) που προέρχεται από το αρχαίο "δύναµαι" (µπορώ). Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει κάτι που δεν είναι εφικτό αλλά και την λεπτή (αδύνατη). Στα µαθηµατικά, αδύνατη εξίσωση λέγεται αυτή που δεν έχει λύση. Έκφρασεις: το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, αδύνατη εκδοχή. κάνω τα αδύνατα δυνατά.

Άθροισµα: Από το ρήµα "αθροίζω" που προέρχεται από το "αθρόος" (άφθονος, µαζικός). Τόσο στην καθηµερινή γλώσσα όσο και στα µαθηµατικά, άθροισµα είναι το αποτέλεσµα της πρόσθεσης. Εκφράσεις: το τελικό αποτέλεσμα ήταν το άθροισμα των προσπαθειών πολλών ανθρώπων.

 

Ακέραιος: Ακέραιος στη γλώσσα σημαίνει ο ολόκληρος αλλά και ο αγνός ή ο σώος. Στα μαθηματικά ακέραιοι ονομάζονται όλοι οι φυσικοί αριθμοί  μαζί με τους αντίθετούς τους και το μηδέν. Το σύνολο των ακεραίων συμβολίζεται με το γράμμα Z {\displaystyle \mathbb {Z} } Ζ αρχικό της λέξης Zahl που στα γερμανικά σημαίνει αριθμός. Εκφράσεις: ακέραιος χαρακτήρας Z = { 0 , ± 1 , ± 2 , . . . } {\displaystyle \mathbb {Z} =\{0,\pm 1,\pm 2,...\}}

Ακτίνα: Από την αρχαία λέξη "ακτίς". Στην καθηµερινή γλώσσα, είναι η φωτεινή γραµµή που εκπέμπεται από ένα φωτεινό σώµα. Στα µαθηµατικά, είναι το ευθύγραµµο τµήµα που ενώνει το κέντρο ενός κύκλου µε κάποιο σηµείο του. Εκφράσεις: λύγισαν οι ακτίνες του ποδηλάτου, προσοχή στις υπεριώδεις ακτίνες του Ήλιου, Η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη ακτίνα.

 Ακτίνιο: Από τη λέξη ακτίνα. Στη χηµεία, το ακτίνιο είναι χηµικό στοιχείο. Στα µαθηµατικά το ακτίνιο είναι µονάδα µέτρησης γωνιών και τόξων. Το ακτίνιο είναι τόξο που έχει μήκος ίσο με την ακτίνα του κύκλου.

Άλγεβρα: Από τη λατινική "algebra" που προέρχεται από την αραβική "al jabr" (συµπλήρωση). Είναι ο κλάδος των µαθηµατικών που πραγµατεύεται τις πράξεις και τις ιδιότητές τους τόσο µεταξύ αριθµών, όσο και µεταξύ των στοιχείων άλλων συνόλων.

 Αλγεβρική παράσταση: Η παράσταση που περιέχει αριθµούς και µεταβλητές που συνδέονται µεταξύ τους µε πράξεις.

 Αμβλεία: αυτή που  δεν διαθέτει γωνίες, δεν είναι μυτερή. Στη  Γεωμετρία η αμβλεία γωνία είναι η γωνία που είναι μεγαλύτερη από την ορθή, δηλαδή μεγαλύτερη από 90 μοίρες αλλά και μικρότερη από 180 μοίρες.

 Αναγωγή: Από την πρόθεση "ανά" και το αρχαίο ρήµα "άγω" (οδηγώ). Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει την αναφορά σε µια άλλη βάση, τη µετατροπή. Στη Χηµεία αναγωγή είναι είδος χηµικής αντίδρασης. Στα µαθηµατικά αναγωγή όµοιων όρων είναι η πρόσθεση (ή η αφαίρεση) των όµοιων προσθετέων.

 Απαλοιφή: Από το αρχαίο ρήµα "απαλείφω" (από + αλείφω). Στην καθηµερινή γλώσσα σηµαίνει την εξάλειψη, την εξαφάνιση Στα µαθηµατικά, απαλοιφή παρανομαστών λέγεται η διαδικασία που οδηγεί στην εξάλειψη των παρονοµαστών (άρα των κλασµάτων) σε µια εξίσωση, δηλαδή ο πολλαπλασιασµός των δύο µελών της εξίσωσης µε κοινό πολλαπλάσιο των παρονοµαστών.

 

Άπειρο: Είναι σύνθεση του στερητικού α και της λέξης πείρας που σημαίνει προσπαθώ, διακινδυνεύω. Αυτό που δεν έχει πείρας, δεν έχει πείρα, είναι αχανές, αναρίθμητο. Στην καθημερινή γλώσσα είναι αυτό που δεν έχει τέλος αλλά και οι απέραντες εκτάσεις πέρα από την ατμόσφαιρα της γης, όπου βρίσκονται τα ουράνια σώματα. Στα μαθηματικά είναι ο αριθμός που είναι απεριόριστα μεγάλος αριθμητικά  αυτός που δεν έχει πέρας, τέλος. Εκφράσεις: από εδώ ως το άπειρο, συνεχίζεται επ’ άπειρον .

Απόσταση: Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα "αφίστηµι" [από + ίστηµι] που σηµαίνει "αποµακρύνω". Απόσταση είναι το διάστηµα του χώρου µεταξύ δύο σηµείων. Στη  γεωµετρία απόσταση δύο σηµείων είναι το µήκος του ευθύγραµµου τµήµατος που συνδέει δύο σηµεία ή το μηκος του ευθύγραμμου τμήματος που είναι κάθετο από σημείο σε ευθεία.. Εκφράσεις: κρατάτε τις αποστάσεις, εξ’ αποστάσεως διδασκαλία.

 Αριθµός: Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα "αραρίσκω" που σηµαίνει συγκεντρώνω, συνάπτω, λογαριάζω. Έννοια που δηλώνεται µε µαθηµατικά σύµβολα [π.χ. 1,2,3, κλπ] γράµµατα [π.χ. α’,β’,γ’ κλπ] λέξεις [π.χ. ένα, δύο, τρία κλπ], φανερώνει το πλήθος των πραγµάτων στα οποία αναφερόµαστε και χρησιµεύει στους υπολογισµούς και τις µετρήσεις. Στα µαθηµατικά υπάρχουν οι φυσικοί αριθµοί, οι ακέραιοι αριθµοί, οι ρητοί αριθµοί, οι πραγµατικοί αριθµοί κλπ.  Εκφράσεις: Ο αριθμός των ανέργων αυξάνει συνεχώς, Ο υπ΄ αριθμόν ένα κίνδυνος.

 Αριθμητική: (ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αριθμητικός) Από το ρ. αριθμώ και την παραγωγική κατάληξη -ικη. Στην καθημερινή γλώσσα αλλά και στα μαθηματικά είναι μάθημα που διδάσκεται στη στοιχειώδη εκπαίδευση και αναφέρεται στις ιδιότητες των αριθμών και στις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις και την επίλυση προβλημάτων. Είναι ο παλαιότερος και πλέον στοιχειώδης κλάδος των μαθηματικών, χρησιμοποιείται σχεδόν από όλους, από απλές καθημερινές δραστηριότητες μέτρησης ως προχωρημένους επιστημονικούς ή οικονομικούς υπολογισμούς. Επίσης είναι και το βιβλίο που περιέχει την θεωρία και τις ασκήσεις του παραπάνω μαθήματος.  

 Άρρητος: Από το στερητικό α και την λέξη ρητός. Στην καθομιλουμένη σημαίνει αυτός που δεν μπορεί να ειπωθεί, ο ανείπωτος, ο ανομολόγητος. Στα μαθηματικά άρρητος  είναι ο μη ρητός δηλ. ο αριθμός που δεν μπορεί να γραφεί σε μορφή κλάσματος. Ό άρρητος πράγματι αριθμός δεν μπορεί αν ειπωθεί με ακρίβεια γιατί είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε όλα του τα ψηφία και ακόμη αν τα γνωρίζαμε δεν θα μας έφτανε μια ζωή να τα αναγνώσουμε.  Εκφράσεις: άρρητη συμφωνία

 Βαίνω: προχωρώ, εξελίσσομαι, πορεύομαι, πηγαίνω προς κάπου. Από το ρήμα προκύπτουν λέξεις όπως: βήμα, βάση, βατός, βάδην, προβατο, εμβαδό, βαθμός, κατεβαίνω. Στα μαθηματικά μια εγγεγραμμένη γωνία βαίνει σε ένα τόξο όταν οι πλευρές της περιέχουν το τόξο αυτό. Εκφράσεις: Το πρόβλημα βαίνει προς τη λύση του.

 Βάση:. Από το αρχαίο "βάσις" που προέρχεται από τη ρήµα "βαίνω". Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει το χώρο ή το σηµείο που επάνω του πατάει, στηρίζεται κάτι, το κατώτερο µέρος σώµατος ή σχήµατος, το κυριότερο µέρος ή συστατικό ενός συνόλου, το οριακό σηµείο κάτω από το οποίο ο εξεταζόµενος θεωρείται ότι απέτυχε κλπ. Στα Μαθηματικά βάση είναι µια πλευρά ενός σχήματος (χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο όταν υπολογίζουμε εμβαδά), αλλά και οι παράλληλες πλευρές ενός τραπεζίου. Εκφράσεις:  Ο Ευκλείδης έθεσε τις βάσεις της γεωμετρίας, έχω γερές βάσεις στα Μαθηματικά,

 Γεωμετρία: Από τις λέξεις Γη + μετρώ σημαίνει κυριολεκτικά τη μέτρηση της Γης αφού μετά τις πλημμύρες του Νείλου, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν εμπειρική γεωμετρία, για να υπολογίσουν τα όρια των χωραφιών τους.  Με τη γεωμετρία ήρθαν σε επαφή και οι Έλληνες κυρίως με το Θαλή το Μιλήσιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος που εισάγει την έννοια της "απόδειξης" ως μέσον επαλήθευσης μιας γεωμετρικής πρότασης. Ο Πυθαγόρας έθεσε την γεωμετρία σε πλήρως θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά ολοκλήρωσε και την έννοια και την πρακτική της αποδεικτικής διαδικασίας που ολοκληρώθηκε με τον Ευκλείδη στα 13 στοιχεία. Γεωμετρία σήμερα είναι ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με χωρικές σχέσεις, δηλαδή με τη σύνθεση του χώρου που ζούμε.

 Γινόμενο: μτχ. του ρήματος γίνομαι από το αρχαίο γίνομαι που σημαίνει λαβαίνω υπόσταση, ύπαρξη. Γινόμενο στα μαθηματικά είναι το εξαγόμενο του πολλαπλασιασμού.

 Γραφική παράσταση: Γραφική είναι αυτή που σχετίζεται µε τη γραφή. Στα µαθηµατικά, η γραφική παράσταση συνάρτησης είναι η γραµµή που αποτελείται από τα σηµεία που έχουν για τετµηµένη κάποιο x και για τεταγµένη το ψ που αντιστοιχεί σε αυτό το x. Είναι µια ''εποπτική'' εικόνα της συνάρτησης αυτής και µας βοηθάει να αντλήσουµε χρήσιµες πληροφορίες για τη σχέση των µεταβλητών x και ψ.

 Δείγµα: Από το αρχαίο "δείκνυµι" που σηµαίνει "δείχνω". Το δείγµα είναι ένα µέρος από το σύνολο που θέλουµε να εξετάσουµε, π.χ. µικρή ποσότητα υλικού που λαµβάνεται προκειµένου να εξεταστεί εργαστηριακά. Στη στατιστική πολύ συχνά συγκεντρώνουµε στοιχεία µόνο από ένα µέρος του πληθυσµού (το δείγµα) και προσπαθούµε να εξάγουµε συµπεράσµατα για όλο τον πληθυσµό.

 Δειγµατοληψία: Προέρχεται από το "δείγµα" και τη 'λήψη" (ουσιαστικό από το λαµβάνω). ∆ειγµατοληψία είναι η λήψη δείγµατος (πχ από εµπόρευµα) για δοκιµή ή έλεγχο. Στα µαθηµατικά, δειγµατοληψία είναι η επιλογή δείγµατος από έναν πληθυσµό. Για να µπορέσουµε να βγάλουµε έγκυρα συμπεράσματα για τον πληθυσμό, θα πρέπει η δειγµατοληψία να εξασφαλίζει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγµατος.

 Διαγώνιος: Προέρχεται από το "δια" και τη "γωνία" και δηλώνει το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο απέναντι γωνίες ενός πολυγώνου.

 Διάµεσος: Προέρχεται από το "δια" και το "µέσο" και δηλώνει αυτόν που βρίσκεται στο µεταξύ διάστηµα, τον ενδιάµεσο. Στα µαθηµατικά, διάµεσος τριγώνου είναι το ευθύγραµµο τµήµα που έχει άκρα µια κορυφή και το µέσο της απέναντι πλευράς. ∆ιάµεσος στη στατιστική είναι η µεσαία παρατήρηση, όταν οι παρατηρήσεις έχουν διαταχθεί σε αύξουσα σειρά.

 Διάμετρος: Από το ρήμα διαμετρέω (δια+μετρώ) που σημαίνει ότι μετρώ δια του μέσου και αποχωρίζω κάτι. Στη Γεωμετρία διάμετρος είναι η μεγαλύτερη χορδή του κύκλου και διέρχεται από το κέντρο του. Εκφράσεις: είμαι εκ διαμέτρου αντίθετος, αντιδιαμετρικες απόψεις

 Διαφορά: Από το ρήμα διαφέρω, η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα. Στα μαθηματικά διαφορά είναι το αποτέλεσμα της αφαίρεσης. 

 Διχοτόμος: Προέρχεται από το επίρρημα "δίχο" που σημαίνει σε δύο μέρη  και το "τόμος" που σημαίνει κομμάτι, τεμάχιο. Στη Γεωμετρία η διχοτόμος γωνίας είναι μια ημιευθεία που ξεκινά από την κορυφή της γωνίας, βρίσκεται στο εσωτερικό της και την χωρίζει σε δύο ίσες γωνίες.

 Εγγεγραµµένος-η: Μετοχή του "εγγράφω", που προέρχεται από το "εν" (που δηλώνει ένταξη) και το "γράφω". Στην καθημερινή μας γλώσσα σημαίνει ότι κάποιος έχει εγγραφεί ή καταχωρηθεί σε ένα κατάλογο, μητρώο κ.λπ. Στα µαθηµατικά, ένα πολύγωνο είναι εγγεγραµµένο σε κύκλο, αν οι κορυφές του είναι σηµεία του κύκλου. Και ένας κύκλος είναι εγγεγραµµένος ενός πολυγώνου αν εφάπτεται στις πλευρές του. Μια γωνία είναι εγγεγραμμένη σε κύκλο, αν η κορυφή της ανήκει στο κύκλο και οι πλευρές της τέμνουν τον κύκλο. Εκφράσεις: εγγεγραμμένος στο σχολείο,

 Έδρα: Από το αρχαίο θέµα "εδ–" που σήµαινε καθίζω, τοποθετώ. Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει το κάθισµα, το βήµα, τη θέση του καθηγητή ανώτερης σχολής, τον τόπο όπου είναι εγκατεστηµένη µόνιµα και λειτουργεί αρχή, εταιρία, επιχείρηση, το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα κ.τ.λ. Στα µαθηµατικά είναι το καθένα από τα δύο ηµιεπίπεδα, που σχηµατίζουν µία δίεδρη γωνία, αλλά και καθεµιά από τις επίπεδες επιφάνειες που ορίζουν ένα στερεό σώµα. Εκφράσεις:  Ο κύβος έχει έξι έδρες, ο Ολυμπιακός έχει έδρα στο Πειραιά.

Εξίσωση: Προέρχεται από το ρήµα "εξισόω – εξισώ" (εξ– + ισόω) που σηµαίνει κάνω κάτι ίσο µε κάτι άλλο. Στα µαθηµατικά η εξίσωση είναι ισότητα που συνδέει γνωστές ποσότητες µε άγνωστες, τις οποίες θέλουµε να προσδιορίσουμε. Εκφράσεις: μη τα εξισώνουμε όλα,

 Επίκεντρη : Από τη πρόθεση επί(πάνω σε, πλησίον) και το ουσιαστικό κέντρο . Στην καθημερινή μας γλώσσα  την χρησιμοποιούμε για κάτι που βρίσκεται στο κέντρο ή το βασικό σημείο μιας δραστηριότητας ,ενέργειας, ενδιαφέροντος. Στα μαθηματικά επίκεντρη γωνία ονομάζεται κάθε γωνία που έχει κορυφή το κέντρο του κύκλου.

Επιµεριστική ιδιότητα: Από το ρήµα "επί-µερίζω" (µερίς) που σηµαίνει χωρίζω σε µερίδια, διαµοιράζω. Στα µαθηµατικά, επιμεριστική ονοµάζεται µια ιδιότητα που αφορά δύο µαθηµατικές πράξεις. Στην περίπτωση των αριθμητικών πράξεων η επιµεριστική ιδιότητα παίρνει τη µορφή:     α (β + γ) = α β + α γ και α (β - γ) = α β - α γ

 Επίπεδο: Στη γλώσσα σημαίνει βαθμίδα ανάπτυξης, οικονομικής στάθμης. Στα μαθηματικά το επίπεδο δεν ορίζεται αλλά διαισθητικά μπορεί να περιγραφεί ως μια εντελώς ίσια (δηλ. χωρίς κυρτότητα ή κοιλότητα) και λεία (δηλ. χωρίς «βουνά» ή «κοιλάδες») επιφάνεια που έχει μηδενικό όγκο και καταλαμβάνει τις δύο μόνο διαστάσεις του τρισδιάστατου χώρου. Επεκτείνεται απεριόριστα προς τις δύο διευθύνσεις. Εκφράσεις: Δεν είναι του επιπέδου μου… Δεν θα κατεβώ στο επίπεδο σου

 Επιφάνεια: Από το "επί–" και το ρήµα "φαίνω – φαίνοµαι" (στα αρχαία είχε τη σηµασία του "λάµπω – φωτίζω" αλλά και του "λέγω – εξηγώ"). Στην καθηµερινή γλώσσα σηµαίνει το εξωτερικό ενός σώµατος, τη φαινοµενική όψη του. Στα µαθηµατικά, επιφάνεια είναι έκταση µε δύο διαστάσεις (µήκος και πλάτος, χωρίς βάθος) στην οποία τελειώνει ένα τµήµα του χώρου ή ένα στερεό σώµα.

 Ευθεία: Από το αρχαίο επίθετο "ευθύς" που σήµαινε τον ίσιο. Στα µαθηµατικά είναι θεµελιώδης έννοια που περιγράφεται µε ίσια γραµµή απείρου µήκους και µηδενικού πάχους χωρίς αρχή και τέλος. Ίδια η σηµασία της και στην καθηµερινή γλώσσα. Με το ίδιο όνομα περιγράφονται οι συναρτήσεις ψ=αχ και ψ=αχ+β λογω των γραικών παραστάσεων. Εκφράσεις: ευθεία απόδειξη, μου έκανε ευθεία επίθεση.

 Εφαπτοµένη: Από το αρχαίο ρήµα "εφάπτω" ("επί + άπτω" δηλαδή "επί + αγγίζω"). Στα µαθηµατικά σηµαίνει την ευθεία που έχει ένα κοινό σηµείο µε τον κύκλο, αλλά και το λόγο που σχηµατίζεται, αν διαιρέσουµε την απέναντι κάθετη πλευρά µε την προσκείµενη κάθετη πλευρά µιας οξείας γωνίας ενός ορθογωνίου τριγώνου.

 Εφεξης: Από τη πρόθεση επι + εξης που σημαίνει διαδοχικά, αμέσως μετά. Στη Γεωμετρία Εφεξής γωνίες ονομάζονται δύο γωνίες που έχουν την ίδια κορυφή, μία κοινή πλευρά και δεν έχουν κανένα άλλο κοινό σημείο.

 Ηµίτονο: Από τις λέξεις "ηµί" (µισός) και "τόνος". Στα µαθηµατικά είναι ο λόγος που σχηµατίζεται, αν διαιρέσουµε την προσκείµενη κάθετη πλευρά µιας οξείας γωνίας ω ενός ορθογωνίου τριγώνου δια την υποτείνουσα.

 Θεώρηµα: Από το θεωρώ που προέρχεται από τα αρχαία: "θέα" + "ορώ" (βλέπω). Στα µαθηµατικά σηµαίνει την πρόταση που απαιτεί απόδειξη.

 Ισοσκελές: Από τις λέξεις ισος και σκέλος που σημαίνει κάθε τι που μοιάζει με πόδι. Ισοσκελές τρίγωνο στη γεωμετρία είναι ένα τρίγωνο του οποίου δύο πλευρές είναι ίσες μεταξύ τους ενώ ισοσκελές τραπέζιο είναι αυτό που έχει τις μη παράλληλες πλευρές του ίσες.

 Κάθετος: Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα "καθίηµι" (αφήνω να πέσει, ρίχνω). Τόσο στα µαθηµατικά όσο και στην καθηµερινή γλώσσα, το κάθετος –η –ο δηλώνει τη σχέση ανάµεσα σε δύο ευθείες ή ευθύγραμμα τµήµατα που σχηματίζουν γωνία 90 µοιρών. Στην καθηµερινή γλώσσα κάθετος µπορεί να σηµαίνει απόλυτος στους ισχυρισµούς του ή στις απαιτήσεις του, κατηγορηματικός (πρόκειται για λανθασμένη χρήση, αντί του ορθού απόλυτος, ριζικός, κατηγορηματικός). Εκφράσεις: μην είσαι κάθετος στις απόψεις σου, διαφωνώ κάθετα

 Κανονικό: Από το αρχαίο ουσιαστικό "κανών" που προέρχεται από την "κάννα" (καλάµι), οπότε η λέξη "κανών" θα είχε ως αρχική σηµασία την καλάµινη ράβδο. Στην καθηµερινή γλώσσα κανονικό είναι αυτό που συµφωνεί µε ορισµένο κανόνα, µε καθιερωµένο πρότυπο, το συµµετρικό. Στα µαθηµατικά κανονικό λέγεται το πολύγωνο που έχει όλες τις πλευρές του ίσες και όλες τις γωνίες του ίσες. Εκφράσεις: Όλα έγιναν κανονικά, όπως έπρεπε.

 Κέντρο: Από το αρχαίο "κέντρον" (αιχµή, αγκάθι, κεντρί) που προέρχεται από ρήµα "κεντώ". Στην καθημερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει το µεσαίο σηµείο ενός χώρου ή ενός σχήµατος – ο τόπος που συγκεντρώνονται άνθρωποι ή δραστηριότητες, τόπος µε µεγάλη κίνηση – η έδρα από την οποία διευθύνεται το Κράτος ή µία υπηρεσία ή µία εργασία – τόπος ψυχαγωγίας. Στα µαθηµατικά, κέντρο λέγεται το σηµείο από το οποίο ισαπέχουν όλα τα σηµεία της περιφέρειας ενός κύκλου ή της επιφάνειας µιας σφαίρας. Εκφράσεις: στο κέντρο του γηπέδου

 Κλάσμα: Η λέξη «κλάσμα» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κλάω» ή «κλω» που σημαίνει κόβω, τεμαχίζω κάτι. Κλάσμα είναι το μαθηματικό σύμβολο το οποίο δηλώνει σε πόσα ίσα μέρη χωρίσαμε κάτι και πόσα μέρη πήραμε. Επίσης εκφράζει τον λόγο δύο μεγεθών, στον οποίο δυο αριθμοί συσχετίζονται σε μια σχέση διαφορετικών συνόλων, αντί για μια συγκριτική συσχέτιση μεταξύ ποσοτήτων. Εκφράσεις: σε κλάσματα δευτερολέπτου

 Κλίση: Από το αρχαίο ρήµα "κλίνω" (στρέφω). Στην καθημερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει το ταλέντο σε κάτι, τον σχηµατισµό τύπων λέξεων (κλίση ρηµάτων). Στα µαθηµατικά κλίση της ευθείας λέγεται η εφαπτοµένη της γωνίας που σχηµατίζει η ευθεία µε τον άξονα των x δηλαδή ο συντελεστής διεύθυνσης της ευθείας. Εκφράσεις: η κλίση μου είναι η ζωγραφική, ο δρόμος έχει έντονοι κλίση

 Κύκλος: Από το αρχαίο κύκλος (που προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό θέµα "kwel" που σήµαινε περιστρέφω, γυρίζω). Στα µαθηµατικά ο κύκλος είναι καµπύλη κλειστή γραµµή που το κάθε σηµείο της απέχει σταθερή απόσταση από το κέντρο. Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει σειρά περιοδικών φαινοµένων ή σύνολο συναφών πραγµάτων ή γεγονότων ή οµάδα ατόµων που αποτελούν κοινωνική, πολιτική, επαγγελµατική κ.λ.π ενότητα. Εκφράσεις: του κύκλου τα γυρίσματα,  ο κύκλος του νερού, η ζωή μας κύκλους κάνει, φαύλος κύκλος, μη μου τους κύκλους τάραττε.

Κύλινδρος: Από το αρχαίο ρήµα "κυλίνδω" (+ κατάληξη –ρος) που προέρχεται από το θέµα κυλ– (περιστρέφω, γυρίζω). Στα µαθηµατικά (και στην καθηµερινή γλώσσα) κύλινδρος είναι το στερεό µε δύο παράλληλες κυκλικές επιφάνειες (βάσεις) και κυρτή παράπλευρη επιφάνεια.

 Λίτρο: Από την αρχαία "λίτρα" (νόµισµα). Στα µαθηµατικά και στην καθηµερινή γλώσσα, το λίτρο είναι µονάδα µέτρησης όγκου. Είναι ίσο µε 1000 κυβικά εκατοστά.

 Μαθηματικά: Προέρχεται από τη λέξη μάθημα<μαθαίνω<μανθάνω = κατακτώ τη γνώση. Ο όρος μαθηματικά χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρειο φιλόσοφο Αρχύτα (4ος αι. π.Χ.) για μόνες τη Γεωμετρία και την Αριθμητική και είναι η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη συστηματική εξέταση των φυσικών μεγεθών, των σχημάτων, των σημείων, των αριθμών και τις μεταξύ τους σχέσεις.

 Μεσοκάθετος: Από τις λέξεις μέσον και κάθετος που σημαίνει την ευθεία που διέρχεται από το μέσο ενός ευθύγραμμου τμήματος και είναι κάθετη σε αυτό.

 Ορθοκανονικός: Προέρχεται από τα επίθετα "ορθός" [όρθιος] και "κανονικός" που σηµαίνει φυσιολογικός, αρµονικός. Στην καθηµερινή ζωή δε χρησιµοποιούµε τη λέξη ορθοκανονικός. Στα µαθηµατικά ορθοκανονικό σύστηµα αξόνων είναι οι κάθετοι άξονες των οποίων οι μονάδες μέτρησης έχουν ίδιο µήκος.

 π : Ο αριθμός π είναι μια μαθηματική σταθερά οριζόμενη ως ο λόγος της περιφέρειας προς τη διάμετρο ενός κύκλου. Ο π είναι ένας άρρητος αριθμός, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκφραστεί ακριβώς ως λόγος δύο ακεραίων  δηλ. έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία, ενώ με ακρίβεια οκτώ δεκαδικών ψηφίων είναι ίσος με 3,14159265


Παραβολή: Από το  αρχαίο ρήμα «παραβάλλω» από το παρά που σημαίνει παραπλεύρως, πλησίον  και το  βάλλω που σημαίνει ρίχνω, βάζω, τοποθετώ. Έτσι παραβάλλω = συγκρίνω, παραλληλίζω. Ο όρος παραβολή στην καθημερινή ζωή μπορεί να αναφέρεται: Στην λογοτεχνία ως παράθεση ή σύγκριση δυο κειμένων, στην θεολογία ως διήγηση με αλληγορικό νόημα  και υψηλό ηθικό δίδαγμα ή σημαντική αλήθεια. Στα μαθηματικά ο όρος  παραβολή εισήχθηκε από τον Απολλώνιο τον Περιαίο (περ. 250 π.Χ.) και είναι μεταφορά από την γεωργία όπου το ακραίο τμήμα του αγρού κατά το όργωμα το υνί διαγραφει μια τέτοια πορεία. Παραβολή είναι η επίπεδη ανοικτή καμπύλη, της οποίας τα σημεία ισαπέχουν από κάποιο άλλο (κωνική τομή) άλλα και η γραφική παράσταση της συνάρτησης 2ου βαθμού.

Παραλληλόγραµµο: Από το "παράλληλος" + "γραµµή". Τόσο στα µαθηµατικά, όσο και στην καθηµερινή γλώσσα σηµαίνει το τετράπλευρο που έχει τις απέναντι πλευρές παράλληλες.

 Παράλληλος: Αποτελείται από την πρόθεση "παρά" και την αλληλοπαθητική αντωνυµία "αλλήλοις". Παράλληλος είναι αυτός που όλα τα σηµεία του απέχουν εξίσου άλλον. Στα µαθηµατικά παράλληλες ευθείες είναι οι ευθείες που ανήκουν στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σηµείο, ενώ παράλληλα διανύσµατα είναι τα διανύσµατα που έχουν τον ίδιο ή παράλληλους φορείς. Εκφράσεις: βίοι παράλληλοι,  βαδίζουμε σε δρόμους παράλληλους

 Παράπλευρος: Από το "παρά" + "πλευρά". Σηµαίνει αυτόν που συνορεύει άµεσα µε κάτι, τον ακριβώς διπλανό, αυτόν που βρίσκεται ή που κινείται κατά µήκος µιας πλευράς ή γραµµής. Στα µαθηµατικά, παράπλευρη επιφάνεια λέγεται σε µερικά στερεά σώµατα η επιφάνεια που δεν ανήκει στις βάσεις του στερεού.

 Παραπληρωματικές: Από την πρόθεση παρά (δίπλα) + πλήρωμα που σημαίνει αυτό που βρίσκεται δίπλα και συμπληρώνει το άλλο. Στη Γεωμετρία   παραπληρωματικές γωνίες ονομάζονται δύο γωνίες που έχουν άθροισμα 180ο.

 Περίμετρος: Από την πρόθεση περί ( γύρω) + μέτρο που σημαίνει το άθροισμα των πλευρών ενός επίπεδου σχήματος.

 Περιφέρεια: Από το ρήμα περιφέρω (περί + φέρω) που σημαίνει φέρω γύρω από κάτι. Περιφέρεια μπορεί να είναι μια διοικητική περιοχή ή μια εδαφική περιοχή έξω από το κέντρο. Στα μαθηματικά περιφέρεια είναι η γραμμή που διαγράφει ο  κύκλος.

Περιγεγραµµένος: Μετοχή του "περιγράφω", που προέρχεται από το "περί" (γύρω) και το "γράφω". Στα µαθηµατικά, ένας κύκλος είναι περιγεγραµµένος ενός πολυγώνου αν οι κορυφές του πολυγώνου είναι σηµεία του κύκλου.

 Πηλίκο: ουδέτερο του αρχαίου επίθετου πηλίκος που σημαίνει πόσο μεγάλος. Στα μαθηματικά το εξαγόμενο της διαίρεσης. Εκφράσεις: μηδέν εις το πηλίκο(ν) = κανένα αποτέλεσμα

Πρόβλημα: Είναι σύνθεση του προθέματος  προ που σημαίνει μπροστά και του ρήματος βάλλω που σημαίνει πετώ.  Έτσι ένα πρόβλημα είναι μια ερώτηση ή μια κατάσταση που ξεπετάγεσαι μπροστά μας και πρέπει να βρούμε απάντηση. Πρόβλημα είναι κάποιο εμπόδιο, δυσκολία, πρόκληση που δυσκολεύει την έκβαση ενός στόχου ή αποτελέσματος που επιδέχεται αντιμετώπισης και ενδεχομένως λύσης. Εκφράσεις: έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, έχει προβλήματα συμπεριφοράς, επικοινωνίας,

 Πρίσµα: Η αρχαία σηµασία είναι "πριονίδι – τραύµα από πριόνισµα". Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα "πρίω" (πριονίζω, κόβω) Στα µαθηµατικά, το πρίσµα είναι στερεό µε δύο έδρες ίσες και παράλληλες και τις υπόλοιπες έδρες παραλληλόγραµµα. Στην καθηµερινή χρήση µπορεί να σηµαίνει την άποψη, την οπτική γωνία µε την οποία εξετάζει κανείς ένα θέµα. Εκφράσεις: υπό ποιο πρίσμα το εξετάζεις;

 Ρητός: Από τον τύπο  ερέω-ω του ρήματος λέγω. Ρητός στην καθομιλουμένη σημαίνει αυτόν που έχει ειπωθεί η ορισθεί κατηγορηματικά και με σαφήνεια. Στα μαθηματικά ρητός είναι κάθε αριθμός που γράφεται σε μορφή κλάσματος. Έτσι οι ρητοί αριθμοί μπορούν να περιγραφούν με απόλυτη σαφήνεια. Κάτι που δεν συμβαίνει με τους άρρητους οι οποίοι έχουν άπειρα μη περιοδικά δεκαδικά ψηφία. Εκφράσεις: ρητή δήλωση, αρχαία ρητά, ρητως και κατηγορηματικώς.

 Σηµείο: Από το αρχαίο "σήµα" (σηµάδι, σήµα). Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει τον ορισµένο τόπο ή θέση, το τµήµα, το σηµάδι κοκ. Το σημείο (σημηίων στην ιωνική διάλεκτο) χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά σαν μαθηματικός όρος από τον Ευκλείδη και  σύμφωνα με τον οποίο το σημείο στον χώρο είναι μια οντότητα που έχει θέση αλλά δεν έχει διαστάσεις. Πιο πριν χρησιμοποιούσαν τον όρο στιγμή. Στην Αριθμητική µπορεί να σηµαίνει και κάποιο σύµβολο (πχ. καθένα από τα σύµβολα αριθμητικών πράξεων). Εκφράσεις: σημεία των καιρών, σημείο του πέναλτι, φτάσαμε σε οριακό σημείο, δεν έχουμε κοινά σημεία, νίκησε στα σημεία.

 Σκαληνό:  η ονομασία σκαληνό που σημαίνει κουτσό είναι για το τρίγωνο όπου όλες οι πλευρές του είναι άνισες. Ο Θαλής  θεωρείτε ο "νονός" του όρου αφού αυτός πρώτος  απέδειξε ότι ένα ισοσκελές τρίγωνο (αυτό που  έχει δύο ίσα σκέλη = πλευρές) έχει δύο ίσες γωνίες.

 Στρέµµα: Προέρχεται από το ρήµα "στρέφω" και η αρχική του σηµασία σχετιζόταν µε τη στροφή – στρέψη – οτιδήποτε είχε συνεστραµµένο σχήµα. Σήµερα το στρέµµα είναι µονάδα µέτρησης επιφάνειας (συνήθως γης) που ισούται µε 1000 τετραγωνικά µέτρα. Το στρέμμα είναι μονάδα μέτρησης που άρχισε να χρησιμοποιείται την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το 1239.

Συμπληρωματικες: Από την πρόθεση συν + πλήρωμα που σημαίνει αυτό που προστίθεται σε κάτι, που συμπληρώνεται με κάτι. Στη Γεωμετρία συμπληρωματικές γωνίες ονομάζονται δύο γωνίες που έχουν άθροισμα 90ο

 Συνάρτηση: Από το "συν" και το "αρτώ" που σημαίνει συνδέω, κρεμώ. Συνάρτηση είναι η σύνδεση, η λογική συνοχή, η σχέση αλληλεξάρτησης µεταξύ δύο αντικειµένων (ή εννοιών, ή µεγεθών). Στα µαθηµατικά, συνάρτηση είναι η αντιστοίχιση µεταξύ των στοιχείων δύο συνόλων, ούτως ώστε κάθε στοιχείο του πρώτου συνόλου να αντιστοιχίζεται σε ένα µόνο στοιχείο του δεύτερου συνόλου. Ιστορικά η έννοια της συνάρτησης εισήχθη από τον Γερμανό μαθηματικό Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς το 1694. Εκφράσεις: η τελική μου επιλογή ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων.

Συνηµίτονο: Από το  "συν" + "ηµίτονο" που προκύπτει από το συμπληρωματικό ημίτονο. Είναι τριγωνομετρικό µέγεθος. Για µια οξεία γωνία ορθογωνίου τριγώνου το συνηµίτονο είναι ένας αριθµός που εκφράζει το λόγο της απέναντι πλευράς προς την υποτείνουσα.

 Συχνότητα: Από το επίθετο "συχνός". Είναι ο αριθµός των εµφανίσεων ενός γεγονότος σε ένα χρονικό διάστηµα. Στη φυσική, είναι ο αριθµός των κορυφών ενός κύµατος που διέρχονται από ένα ορισµένο σηµείο στη µονάδα του χρόνου. Στα µαθηµατικά είναι ο φυσικός αριθµός ν που µας δηλώνει πόσες φορές εµφανίζεται η ίδια τιµή της µεταβλητής ανάµεσα στις παρατηρήσεις.

 Σφαίρα: Η αρχαία ελληνική "σφαῖρα" είχε την ίδια σηµασία µε τη σηµερινή λέξη (δήλωνε οτιδήποτε σφαιρικό, την µπάλα). Στα µαθηµατικά, σφαίρα είναι το γεωµετρικό στερεό που αποτελείται από όλα τα σηµεία του χώρου που απέχουν από δεδοµένο σηµείο (το κέντρο) απόσταση µικρότερη ή ίση από µια δεδοµένη (την ακτίνα). Εκφράσεις:

 Ταυτότητα: Από το αρχαίο "ταυτο" (το + αυτό) που είναι πρόθεµα λέξεων που δηλώνουν απόλυτη οµοιότητα. Η ταυτότητα είναι το σύνολο των ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόµου ή συνόλου. Στα µαθηµατικά, η ταυτότητα είναι κάθε αλγεβρική ισότητα που ισχύει για κάθε τιµή των µεταβλητών της.

 Τεταρτηµόριο: Προέρχεται από το "τέταρτος" και το "µόριο" (υποκοριστικό του αρχαίου µόρος < µείροµαι που σηµαίνει µοιράζω). Σηµαίνει το ένα από τέσσερα ίσα µέρη ενός συνόλου ή ποσότητας. Στα µαθηµατικά τεταρτηµόριο λέγεται καθένα από τα τέσσερα µέρη στα οποία χωρίζεται το επίπεδο από τους άξονες ενός συστήµατος συντεταγµένων.

 Τεταγµένη: Θηλυκό της µετοχής παθητικής του ρήµατος "τάσσω" (τοποθετώ εκεί που πρέπει – βάζω σε σειρά). Στα µαθηµατικά είναι η δεύτερη από τις δύο συντεταγµένες ενός σηµείου στο επίπεδο, ο αριθµός που αντιστοιχεί στον κατακόρυφο άξονα ενός συστήµατος συντεταγµένων.

 Τετµηµένη: Θηλυκό της µετοχής του ρήµατος "τέµνω" που σηµαίνει κόβω. Στα µαθηµατικά τετµηµένη λέγεται η πρώτη από τις δύο συντεταγµένες ενός σηµείου στο επίπεδο, ο αριθµός που αντιστοιχεί στον οριζόντιο άξονα ενός συστήµατος συντεταγµένων.

 Τετράγωνο: Από το αρχαίο "τετράς" και τη "γωνία". Στα µαθηµατικά, τετράγωνο είναι το παραλληλόγραμμο που είναι ορθογώνιο και ρόµβος, αλλά και η δεύτερη δύναμη. Στην καθηµερινή γλώσσα το τετράγωνο µπορεί να σηµαίνει το τµήµα µιας περιοχής που σχηματίζεται από τέσσερις δρόµους χωρίς άλλο δρόµο να το διαπερνά (οικοδοµικό τετράγωνο). Εκφράσεις: θα  βρεις το κατάστημα στο επόμενο τετράγωνο, τετραγώνισε τον κύκλο, έχει τετράγωνη λογική.

 Τοµή: Από το ρήµα "τέµνω" (διαιρώ, κόβω). Στην καθηµερινή γλώσσα µπορεί να σηµαίνει το κόψιµο, το σχεδιάγραµµα που παριστάνει την εµφάνιση κάποιου κοψίµατος (π.χ µιας κατασκευής), Στα µαθηµατικά τοµή δύο συνόλων είναι τα κοινά λεξικό µαθηµατικών όρων 9 τους στοιχεία, ενώ τοµή δύο γραµµών (ή δύο επιφανειών) είναι το κοινό τους σηµείο (ή σηµεία).  Εκφράσεις: βρέθηκε η χρυσή τομή, ο γιατρός έκανε μια τομή.

 Τόξο: Δύο σημεία του κύκλου τον χωρίζουν σε δύο μέρη που το καθένα λέγεται τόξο του κύκλου με άκρα τα σημεία αυτά. Τόξο βέβαια είναι και το πρωτόγονο όπλο.

 Τραπέζιο: Αρχαίο υποκοριστικό του "τράπεζα" (που δήλωνε έπιπλο µε τέσσερα πόδια). Στα µαθηµατικά είναι το κυρτό τετράπλευρο που έχει δύο πλευρές παράλληλες (βάσεις) και δύο µη παράλληλες.

 Υπερβολή: Από την πρόθεση "υπέρ–" και το αρχαίο ρήµα "βάλλω" (ρίχνω, πετάω). Στην καθηµερινή γλώσσα σηµαίνει την υπέρβαση του συνηθισµένου, του κανονικού, ένα σχήµα λόγου στο οποίο το νόηµα εκφράζεται µε µεγαλοποιηµένο τρόπο. Στα µαθηµατικά, υπερβολή είναι ένα είδος καµπύλης µε δύο κλάδους. Εκφράσεις: μη φτάνεις σε υπερβολές

 Υποτείνουσα: Από την πρόθεση "υπο" και το αρχαίο ρήµα "τείνω" (τεντώνω, εκτείνω). Υποτείνω σημαίνει τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο. Στα μαθηματικά υποτείνουσα είναι η μεγαλύτερη πλευρά ενός ορθογωνίου τριγώνου, αυτή που βρίσκεται απέναντι από την ορθή γωνία του.

 Ύψος: Η από τη βάση ως την κορυφή κατακόρυφη απόσταση. Το ύψος ενός τριγώνου είναι το ευθύγραμμο τίμημα  που ξεκινά από μία κορυφή και καταλήγει κάθετα στην απέναντι πλευρά. Εκφράσεις: στάσου στο ύψος σου, ή του ύψους ή του βάθους.

 Φυσικοί: Φυσικός είναι αυτός που δεν παράγεται από τον άνθρωπο αλλά βρίσκεται σε αυτή τη μορφή στη φύση. Έτσι λέγονται και οι αριθμοί 0, 1, 2, 3, ... και συμβολίζονται με το γράμμα Ν (το οποίο είναι το αρχικό γράμμα της λέξης Nature, που σημαίνει φύση).  Κάθε φυσικός αριθμός έχει έναν επόμενο και ένα προηγούμενο φυσικό αριθμό, εκτός από το 0 που έχει μόνο επόμενο, το 1.

 Χορδή: Η χορδή ήταν λεπτό ευθύγραμμο τμήμα από έντερο ζώων και χρησιμοποιείτο σε μουσικά όργανα. Στα μαθηματικά αναφέρεται πρώτη φορά από τον Ευκλείδη και ορίζεται σαν το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει τα άκρα ενός τόξου σε κύκλο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου